- συναρμόττω
- Α(αττ. τ.) βλ. συναρμόζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναρμόττω — συναρμόζω pres subj act 1st sg (attic) συναρμόζω pres ind act 1st sg (attic doric aeolic) συναρμόσσω , συναρμόζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… … Dictionary of Greek
συναρμοττόντως — Α επίρρ. όπως πρέπει, σωστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συναρμόττων, οντος τού συναρμόττω, αττ. τ. τού συναρμόζω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
συναρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. συναρμόττω Α συνδέω επιμέρους τμήματα προκειμένου να συγκροτήσω ένα αρμονικό και ενιαίο σύνολο, συναρμολογώ («ὀλόμενον σκάφος συναρμόσας ὁ Πριαμίδας», Ευρ.) νεοελλ. (κατ επέκτ.) κάνω στέρεη σύνδεση, στερεώνω μσν. μέσ.… … Dictionary of Greek